- προπαραλαμβάνω
- Α1. παραλαμβάνω, παίρνω προηγουμένως κάτι από κάποιον2. χρησιμοποιώ προηγουμένως3. έχω εμμηνορρυσία πριν από την κανονική μέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek